λιπαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈpe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐παί‐νο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

λιπαίνομαι, π.αόρ.: λιπάνθηκα, μτχ.π.π.: λιπασμένος, (ενεργ.: λιπαίνω)