μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
- κάθε μέρα, με τρόπο επαναλαμβανόμενο και ανιαρό
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
|