μακιγιέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακιγιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquilleur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακιγιέρ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό μακιγιέζ)
- (κοσμετολογία, επάγγελμα) ο ειδικός στο μακιγιάζ
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μακιγιάζ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακιγιέρ
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)