μακιγιάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακιγιάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του μακιγιάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακιγιάρισμα
|