μανές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανές αρσενικό
- → δείτε τη λέξη αμανές
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μανές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μανή