μαουνιέρικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαουνιέρικα < μαουνιέρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαουνιέρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος) χώρος λιμένος όπου συγκεντρώνονται ή φυλάσσονται μαούνες (φορτηγίδες)
- (ιδιωματισμός, λαϊκότροπο) ιδιωματική γλώσσα των μαουνιέρηδων χαρακτηριστική στις βωμολοχίες καθώς και σε απρεπείς συμπεριφορές
- (συνεκδοχικά) γενικά η χρήση βωμολοχιών, η αθυροστομία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαουνιέρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαουνιέρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαουνιέρικο