μαουνιέρικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαουνιέρικα < μαουνιέρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαουνιέρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ναυτικός όρος) χώρος λιμένος όπου συγκεντρώνονται ή φυλάσσονται μαούνες (φορτηγίδες)
  2. (ιδιωματισμός, λαϊκότροπο) ιδιωματική γλώσσα των μαουνιέρηδων χαρακτηριστική στις βωμολοχίες καθώς και σε απρεπείς συμπεριφορές
  3. (συνεκδοχικά) γενικά η χρήση βωμολοχιών, η αθυροστομία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μαουνιέρικα