ματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματώνω < αιματώνω < αἱματόω

Ρήμα[επεξεργασία]

ματώνω , πρτ.: μάτωνα, στ.μέλλ.: θα ματώσω, αόρ.: μάτωσα, μτχ.π.π.: ματωμένος

  1. (μεταβατικό) προκαλώ σε ένα σημείο του σώματος (μικρή) αιμορραγία
    του έδωσε μια κλοτσιά στο γόνατο και του το μάτωσε
  2. (αμετάβατο) βγάζω (λίγο) αίμα ή λερώνομαι με αίμα
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) υποφέρω, βασανίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  αίμα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]