μαυροφορεμένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
μαυροφορεμένο
- αιτιατική ενικού του μαυροφορεμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μαυροφορεμένος