μείων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μείων < αρχαία ελληνική μείων
Επίθετο[επεξεργασία]
μείων αρσενικό ή θηλυκό, δημοτική: μείουσα θηλυκό, μείον ουδέτερο
- συγκριτικός αριθμός του μικρός. Δεν χρησιμοποιείται πλέον, εμφανίζεται όμως σε παράγωγα και σύνθετα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- μειοδοτώ, μειοδοσία, μειοδοτικός, μειοδότης
- μειονεκτώ, μειονέκτημα, μειονεκτικός, μειονεκτικότητα
- μειονεξία
- μειοψηφώ, μειοψηφία, μειονοψηφία, μειοψηφικός
- μειόκαινος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μείων
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μείων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μείων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.