μειοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μειοδότης < μειοδοσία + -της (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μειοδότης αρσενικό, (θηλυκό μειοδότρια)
- αυτός που μειοδοτεί, που προσφέρει την μικρότερη τιμή με μειοδοσία
- εθνικός μειοδότης: αυτός που ξεπουλάει το εθνικό συμφέρον, προδότης
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μειοδοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειοδότης
|