μεταναστεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεταναστεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταναστεύω
- θα μεταναστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταναστεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μεταναστεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετανάστευση