μισοκαταστρέφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισοκαταστρέφω < μισο- (μισός) + καταστρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.so.ka.taˈstɾe.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σο‐κα‐τα‐στρέ‐φω
Ρήμα[επεξεργασία]
μισοκαταστρέφω, αόρ.: μισοκατέστρεψα, παθ.φωνή: μισοκαταστρέφομαι, π.αόρ.: μισοκαταστράφηκα, μτχ.π.π.: μισοκατεστραμμένος/μισοκαταστραμμένος
- καταστρέφω (σχεδόν) κατά το ήμισυ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισοκαταστρέφω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες), Λέξεις με μισοκατεστρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)