μονόπατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόπατα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
μονόπατα
- από ή προς τη μία πλευρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόπατα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μονόπατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μονόπατο