μπακάπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπακάπ < αγγλική backup

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπακάπ άκλιτο ουδέτερο

  1. (για λογισμικό)
    ※  Η ζημιά αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό, υπήρχε μπακάπ του προγράμματος, αλλά έχουμε πρόβλημα με τα αρχεία και πρέπει θα δούμε πώς θα το βολέψουμε. (Χίλντα Παπαδημητρίου, Η συχνότητα του θανάτου, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])
     συνώνυμα: αντίγραφο, αντίγραφο ασφαλείας (πιο συγκεκριμένα), κλώνος
  2. (για υλισμικό)
    Προτείνεται σε όσους εργάζονται εξ αποστάσεως να έχουν και έναν υπολογιστή ως μπάκαπ, ούτως ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανή ζημιά που έπεται.
     συνώνυμα: εφεδρικό, εναλλακτικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]