μπεγίρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεγίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική beygir < περσική بارگیر (bār-gīr, υποζύγιο, άλογο) < بار (bār, βάρος, πβ. σανσκριτική भार, bhāra) + گیر (gīr, από ρίζα του گیرفتن gīriftan, παίρνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεγίρι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]