μπεμπέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεμπέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική bébé
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /beˈbe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐μπε
Επίθετο[επεξεργασία]
μπεμπέ άκλιτο
- μωρουδίστικος, -η, -ο
- μωρουδιακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεμπέ
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεμπέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεμπέ
|
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
διαφορετικού ετύμου
και
- μπε (ηχομιμητικό)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)