μπεμπέκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπεμπέκα | οι | μπεμπέκες |
γενική | της | μπεμπέκας | — | |
αιτιατική | την | μπεμπέκα | τις | μπεμπέκες |
κλητική | μπεμπέκα | μπεμπέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεμπέκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική bebek + κατάληξη θηλυκού -α.[1] Δείτε και το μπέμπα, διαφορετικού ετύμου
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /beˈbe.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐μπέ‐κα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεμπέκα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεγαλομπεμπέκα
- Μπεμπέκα (όνομα)
- μπεμπεκίζω
- μπεμπέκος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
διαφορετικού ετύμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεμπέκα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μπεμπέκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)