μποτιλιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποτιλιάρω < μποτίλια + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteiller)
Ρήμα[επεξεργασία]
μποτιλιάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποτιλιάρω
|