μυστηριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυστηριακά < μυστηριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μυστηριακά
- με μυστηριακό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυστηριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μυστηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μυστηριακός