νερόβραστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νερόβραστα < νερόβραστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
νερόβραστα
- με νερόβραστο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νερόβραστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νερόβραστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νερόβραστος