νοερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
νοερά
- κατά τρόπο νοερό (και όχι στην πραγματικότητα), με το νου, με τη φαντασία
- διαβάζοντας το βιβλίο αυτό επισκέπτεται κανείς νοερά τα μέρη από τα οποία πέρασε ο Μάρκο Πόλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νοερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νοερό