ξυστά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυστά < ξυστός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξυστά

  1. ακουμπιστά με μεγάλη ορμή χωρίς σύγκρουση
    Αυτή η μπαλιά πέρασε ξυστά από δίπλα μου!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξυστά