οικοδομήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
οικοδομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οικοδομώ
- θα οικοδομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οικοδομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οικοδομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οικοδόμηση