ορέων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: όρων, ωρών, ωραίων

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ορέων ουδέτερο