οριστικοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾi.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρι‐στι‐κοί
- ομόηχο: οριστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οριστικοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του οριστικός