πάω γαμιώντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάω γαμιώντας < → δείτε τις λέξεις πάω και γαμιώντας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpao ɣamˈɲondas/

Έκφραση[επεξεργασία]

πάω γαμιώντας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]