πάω γαμιώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpao ɣamˈɲondas/
Έκφραση[επεξεργασία]
πάω γαμιώντας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- γαμιώντας pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γαμιώντας'.