γαμάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμάτος η γαμάτη το γαμάτο
      γενική του γαμάτου της γαμάτης του γαμάτου
    αιτιατική τον γαμάτο τη γαμάτη το γαμάτο
     κλητική γαμάτε γαμάτη γαμάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμάτοι οι γαμάτες τα γαμάτα
      γενική των γαμάτων των γαμάτων των γαμάτων
    αιτιατική τους γαμάτους τις γαμάτες τα γαμάτα
     κλητική γαμάτοι γαμάτες γαμάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμάτος < γαμώ + -άτος

Επίθετο[επεξεργασία]

γαμάτος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]