γαμιστερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαμιστερός
- (αργκό) άλλη μορφή του γαμάτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γαμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαμιστερός
|