παγιδέψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παγιδέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιδεύω
- θα παγιδέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παγιδέψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παγίδεψη