παγιδέψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παγιδέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιδεύω
  2. θα παγιδέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

παγιδέψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παγίδεψη