παθών γιγνώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
παθὼν γιγνώσκω
- μαθαίνω αφού έχω υποστεί κάτι
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 218
- παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω.
- Σαν πάθει ο ανόητος μαθαίνει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 403 (402-403)
- εἰ δὲ μὴ ᾽δόκεις γέρων | εἶναι, παθὼν ἔγνως ἂν οἷά περ φρονεῖς.
- Αν γέρος δεν ήσουν, | θα ᾽βαζες γνώση παθαίνοντας όσα τ᾽ ανόσιο μυαλό σου μηχανεύεται.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 218
Πηγές[επεξεργασία]
- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.