παραλύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παραλύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλύω
- θα παραλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παραλύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράλυση