παραπεμπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραπεμπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραπεμπτικός (παραπεμπτικό έγγραφο ή έντυπο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραπεμπτικό ουδέτερο

  1. ειδικό έγγραφο με το οποίο ο γιατρός παραπέμπει τον ασθενή για εξετάσεις ή σε άλλον γιατρό
    χωρίς παραπεμπτικό από τον παθολόγο δεν μπορώ να σας κάνω αυτήν την εξέταση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παραπεμπτικό