παραωριμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραωριμάζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραωριμασμένος
- → δείτε τις λέξεις παρά και ώριμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριολεκτικά
|
μεταφορικά
|