παρεμποδίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παρεμποδίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεμποδίζω
- θα παρεμποδίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεμποδίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παρεμποδίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρεμπόδιση