πεζοπορικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεζοπορικά < πεζοπορικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πεζοπορικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεζοπορικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πεζοπορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεζοπορικός