περισπάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]περισπάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περισπώ
- θα περισπάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περισπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]περισπάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περίσπαση