περιττά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περιττά < περιττός
Επίρρημα[επεξεργασία]
περιττά
- μη αναγκαία
- Δεν σου χρειάζονται όλα αυτά τα παιχνίδια. Σου είναι περιττά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιττά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
περιττά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιττό