πλιθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλιθιά < πλιθί • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλιθιά ουδέτερο
- τοιχοποιία από πλιθιά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πλιθιά στη Βικιπαίδεια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πλιθιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλιθί