ποδηνεκής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδηνεκής < πούς (γενική: ποδ-ός) + -ηνεκής (< φέρω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ποδηνεκής

  • που φτάνει ως κάτω στα πόδια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]