πρέμνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πρέμνον < άγνωστης ετυμολογίας. O ⌘Furnée το θεωρεί μορφή του 'πρυμνός' και επίσης θεωρεί τη λέξη προελληνική[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρέμνον ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πρέμνος αρσενικό
[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αὐτόπρεμνος
- ἐκπρεμνίζω
- εὔπρεμνος
- κατάπρεμνος
- πολύπρεμνος
- πρεμνιάζω
- πρεμνίζω
- πρέμνοθεν
- πρεμνώδης
- τανύπρεμνος
- ὑπόπρεμνος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- πρέμνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρέμνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.