κίονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίονας οι κίονες
      γενική του κίονα των κιόνων
    αιτιατική τον κίονα τους κίονες
     κλητική κίονα κίονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίων[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.o.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κί‐ο‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ιωνικός κίονας στη Στοά του Αττάλου

κίονας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]