μετακιόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετακιόνιο τα μετακιόνια
      γενική του μετακιονίου
μετακιόνιου
των μετακιονίων
    αιτιατική το μετακιόνιο τα μετακιόνια
     κλητική μετακιόνιο μετακιόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετακιόνιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετακιόνιον → δείτε και το αρχαίο ελληνικό κίων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.ciˈo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐κι‐ό‐νι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετακιόνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]