μετακιόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετακιόνιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετακιόνιον → δείτε και το αρχαίο ελληνικό κίων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.ciˈo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐κι‐ό‐νι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετακιόνιο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων
- → δείτε και τη λέξη το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετακιόνιο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μετακιόνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετακιόνιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)