πρεσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρεσάρω < ιταλική pressare < λατινική pressare < presso, θαμιστικό τού premo

Ρήμα[επεξεργασία]

πρεσάρω (παθητική φωνή: πρεσάρομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ασκώ πίεση με πρέσα
  2. (μεταφορικά) πιέζω έντονα κάποιον (ψυχολογικά, συναισθηματικά κ.λπ.)
  3. (αργκό, αθλητισμός) ασκώ πρέσινγκ σε κάποιον παίκτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]