πριμοδοτήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πριμοδότησις, πριμοδότησης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πριμοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πριμοδοτώ
  2. θα πριμοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πριμοδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πριμοδοτήσεις θηλυκό