προέλκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προέλκω < ελληνιστική κοινή προέλκω < αρχαία ελληνική πρό + ἕλκω
Ρήμα[επεξεργασία]
προέλκω
- (παρωχημένο, γενικότερα) έλκω προς τα μπρος ή έξω
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος, ειδικότερα) προσορμίζω πλεούμενο έλκοντάς το από τα σχοινιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προέλκω
|