προασκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προασκώ (παθητική φωνή: προασκούμαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προασκημένος
- προάσκηση
- → δείτε τις λέξεις προ και ασκώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προασκώ | προασκούσα | θα προασκώ | να προασκώ | προασκώντας | |
β' ενικ. | προασκείς | προασκούσες | θα προασκείς | να προασκείς | (προάσκει) | |
γ' ενικ. | προασκεί | προασκούσε | θα προασκεί | να προασκεί | ||
α' πληθ. | προασκούμε | προασκούσαμε | θα προασκούμε | να προασκούμε | ||
β' πληθ. | προασκείτε | προασκούσατε | θα προασκείτε | να προασκείτε | προασκείτε | |
γ' πληθ. | προασκούν(ε) | προασκούσαν(ε) | θα προασκούν(ε) | να προασκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προάσκησα | θα προασκήσω | να προασκήσω | προασκήσει | ||
β' ενικ. | προάσκησες | θα προασκήσεις | να προασκήσεις | προάσκησε | ||
γ' ενικ. | προάσκησε | θα προασκήσει | να προασκήσει | |||
α' πληθ. | προασκήσαμε | θα προασκήσουμε | να προασκήσουμε | |||
β' πληθ. | προασκήσατε | θα προασκήσετε | να προασκήσετε | προασκήστε | ||
γ' πληθ. | προάσκησαν προασκήσαν(ε) |
θα προασκήσουν(ε) | να προασκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προασκήσει | είχα προασκήσει | θα έχω προασκήσει | να έχω προασκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προασκήσει | είχες προασκήσει | θα έχεις προασκήσει | να έχεις προασκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προασκήσει | είχε προασκήσει | θα έχει προασκήσει | να έχει προασκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προασκήσει | είχαμε προασκήσει | θα έχουμε προασκήσει | να έχουμε προασκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προασκήσει | είχατε προασκήσει | θα έχετε προασκήσει | να έχετε προασκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προασκήσει | είχαν προασκήσει | θα έχουν προασκήσει | να έχουν προασκήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προασκώ
|
- ↑ προασκέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.