προασκημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]προασκημένος
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προασκώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προασκημένος
|
προασκημένος
|