προθερμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προθερμαίνω < (ελληνιστική κοινήπροθερμαίνω < προ + θερμαίνω < θερμός ((σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) warm up· ή (γερμανικά) anwärmen)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.θeɾˈme.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

προθερμαίνω

  1. θερμαίνω κάτι (νερό, φούρνο) πριν το χρησιμοποιήσω
  2. (ειδικότερα) (παθητική φωνή) γυμνάζομαι αμέσως πριν έναν αθλητικό αγώνα για την προετοιμασία του οργανισμού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]