προπαγανδισμένες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
προπαγανδισμένες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προπαγανδισμένη
προπαγανδισμένες