προσέλκυσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσέλκυσης θηλυκό
- γενική ενικού του προσέλκυση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- προσλκύσεως (λόγιο)
Δείτε επίσης : προσέλκυσις, προσελκύσεις |
προσέλκυσης θηλυκό